ὑποσχέσεως

ὑποσχέσεως
ὑποσχέσεω̆ς , ὑπόσχεσις
undertaking
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • обѣщаниѥ — ОБѢЩАНИ|Ѥ1 (159), ˫А с. 1.Обещание: се нынѣ гл҃ю ти. потъщисѧ съвьрьшити ѡбѣщаниѥ свое. ЖФП XII, 48а; аще потреба бѹдеть ѥп(с)па поставити... въ трехъ лiцѣхъ избраниѥ... не даниѧ ради ни ѡбѣщаниѧ дара и ѧже по сихъ. но вѣдѧще ихъ правыѧ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανακάλεμα — και κάλεσμα ή κάλημα, το 1. το να καλεί κανείς κάποιον μεγαλόφωνα, φωναχτά 2. αναγγελία, διακήρυξη 3. θρήνος, οδυρμός, μοιρολόι 4. επίκληση όρκου, υποσχέσεως ή ομολογίας 5. ανάμνηση, αναπόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανακάλεμα < ανακαλώ. Οι τ.… …   Dictionary of Greek

  • καταπάτηση — η (Α καταπάτησις) [καταπατώ] το πάτημα με τα πόδια, ποδοπάτημα νεοελλ. 1. αυθαίρετη κατάληψη ξένου εδάφους («καταπάτηση οικοπέδου») 2. σφετερισμός («καταπάτηση ξένης περιουσίας») 3. παραβίαση («η καταπάτηση τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου») 4.… …   Dictionary of Greek

  • παρασπόνδηση — η / παρασπόνδησις, εως, ΝΑ [παρασπονδώ] παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία …   Dictionary of Greek

  • υπόσχεση — η / ὑπόσχεσις, έσεως, ΝΜΑ η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν. γ. «ἐγὼ δ ἂν οὐ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”